Συνέντευξη στον Αντώνη Μποσκοϊτη “Το Κουτί της Πανδώρας”

Συνέντευξη στον Αντώνη Μποσκοϊτη “Το Κουτί της Πανδώρας”

Γιώργος Καζαντζής: «Ο δημιουργός πρέπει να νιώθει τον τρόμο της γύμνιας του απέναντι στο χάος της δημιουργίας»

Μια σπάνια χειμαρρώδης συνομιλία με τον Γιώργο Καζαντζή, τον συνθέτη του τραγουδιού «Μέλισσες» κι έναν απ’ τους σημαντικότερους Έλληνες δημιουργούς

Τον αναζητούσα πολλά χρόνια τον συνθέτη Γιώργο Καζαντζή για μία συνέντευξη, αλλά η απόσταση Αθήνα – Θεσσαλονίκη δεν ήταν εύκολο να καταρριφθεί. Η αφορμή δόθηκε την περασμένη εβδομάδα, κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Θανάση Λάλα για τον Στέλιο Καζαντζίδη στη Θεσσαλονίκη, στο κτήμα Γεροβασιλείου, με τον Καζαντζή μεταξύ των ομιλητών στο πάνελ. Την επόμενη κιόλας το πρωί δώσαμε ραντεβού σε κεντρικό καφέ της πόλης, στην πολυσύχναστη Καρόλου Ντηλ, αλλά τελικά η ερμηνεύτρια Βούλα Σαββίδη πρότεινε να μεταφερθούμε στο διαμέρισμα της για την καταγραφή της συνομιλίας μας. Συνθήκη εξ αρχής «καλοστρωμένη»: Κουβέντα με έναν απ’ τους πιο σημαντικούς Έλληνες συνθέτες στο σπίτι μιας απ’ τις πιο σημαντικές Ελληνίδες τραγουδίστριες! Και γι’ αυτό ίσως προέκυψε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη, λίγο…Μπεν Χουρ η αλήθεια είναι, στην οποία όμως ο Γιώργος Καζαντζής αφηγήθηκε ολόκληρη τη ζωή του, απεικονίζοντας ταυτόχρονα ολόκληρο το σκηνικό της περίφημης σχολής του «έντεχνου» της Θεσσαλονίκης που μεσουράνησε κατά τη δεκαετία του 1990.

Πως να προστατευτείς από πανάδες και φωτογήρανση αυτό το καλοκαίρι

Θα θεωρούσατε τον εαυτό σας συνθέτη της Θεσσαλονίκης, της πόλης δηλαδή που ζείτε και ασκείτε την τέχνη σας;

Κατά ένα τρόπο, ναι, αφού η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη μου και το μάτι μου. Όχι μόνο γιατί την αγαπώ, αλλά κυρίως γιατί εδώ έχω νιώσει να συντίθεμαι ως μουσική φυσιογνωμία. Δεν θα ήθελα, όμως, η εμβέλεια της μουσικής μου ή ο αποδέκτης της να’ναι μόνο η Θεσσαλονίκη.

Δεν το είπα αναφορικά με την εμβέλεια του έργου σας. Και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, λόγου χάριν, τον αποκαλούσαν «ο ποιητής της Θεσσαλονίκης», το έργο του όμως είχε πάει παντού.

Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με τεράστια ιστορία και αδικημένη, θα έλεγα, απ’ τους ίδιους τους Θεσσαλονικιούς.

Γιατί το λέτε αυτό;

Γιατί οι Θεσσαλονικείς δεν έχουν αντιληφθεί σε τι τεράστιας ιστορικής σημασίας πόλη ζουν. Δεν έχουν αναδείξει όλα αυτά τα στοιχεία της. Εδώ έγινε όλη αυτή η κατάσταση με τα βυζαντινά μνημεία και η παρουσία του κόσμου ήταν ελάχιστη. Εγώ πήγα σε δυο – τρεις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κι ενώ στην πρώτη ήμασταν 5.000 άτομα, μετά το πράγμα ατόνησε. Εκεί που χρειαζόταν η παρουσία της πόλης, δεν υπήρχε η ανάλογη ευαισθησία.

Είναι συντηρητική πόλη η Θεσσαλονίκη;

Νομίζω πως ναι! Αυτό έχει φανεί και από την πρόθεση ψήφου – δεν μιλάω για παρατάξεις, αλλά για πρόσωπα. Στήριξαν πρόσωπα φθηνά, που η συνέχεια και το μέλλον έδειξαν τη μικρότατη δυναμική τους. Αυτό δεν είναι ευχάριστο!

Αν υποτεθεί, λοιπόν, πως δεν νιώθετε και πολύ καλά στην πόλη σας, μήπως γι’ αυτό τελικά το έργο σας είναι πανελλήνιας εμβέλειας;

Εμένα είναι επιλογή μου να ζω στη Θεσσαλονίκη, αλλά βλέπω πως έχω ένα προνόμιο έναντι των συναδέλφων μου της Αθήνας: Εδώ μπορώ να απομονώνομαι και δεν το λέω μόνο γεωγραφικά. Να, αυτό που κάνουμε τώρα: Αν ήμουν στην Αθήνα, μπορεί να το’χαμε κάνει πριν δέκα χρόνια. Όχι ότι δεν θα υπήρχε πρόθεση από μένα κι από σας, αλλά ο γεωγραφικός προσανατολισμός είναι αυτός που συχνά μας κρατάει μακριά. Απομόνωση, πάλι, δεν σημαίνει ότι απομονώνομαι σ’ ένα στούντιο ή σ’ ένα σπίτι. Το τηλέφωνο θα χτυπήσει, αλλά συνήθως θα’ναι γι’ άλλα πράγματα, όχι του τύπου «πάμε να πιούμε ένα καφέ» ή «έλα να κάνουμε μία συνέργεια». Η ενδοσκόπηση είναι απαραίτητη σε κάθε δημιουργό για να μπορεί να ψαρέψει ιδέες, ατμόσφαιρες και συναισθήματα.

Που γεννηθήκατε, κύριε Καζαντζή;

Εκεί που μένω! Είμαι γεννημένος εκεί ακριβώς που ζω και δουλεύω, στο στούντιο μου. Δραστηριοποιούμαι ουσιαστικά σε μία μονοκατοικία, που αποτελεί συνέχεια μίας άλλης μονοκατοικίας, η οποία ήταν ένα παράπηγμα. Σ’ αυτό το παράπηγμα γεννήθηκα με μαμή στο σπίτι.

Μία φτωχή οικογένεια.

Ακριβώς. Μέχρι την εφηβεία και λίγο παραπάνω, την έζησα τη φτώχεια. Υπήρχε βέβαια μία περιουσία, η οποία ήταν αναξιοποίητη. Οι γονείς μου ήταν αμόρφωτοι άνθρωποι και δεν ξέρανε ότι είχε μία δυναμική. Αυτό πρώτη φορά το λέω, δεν τό’χω ξαναπεί! Τη συγκεκριμένη περιουσία μπόρεσα και την αξιοποίησα εγώ, λόγω και της ιδιότητας μου ως μηχανικός. Είχα κάποια οφέλη…Μπόρεσα κι έφτιαξα το στούντιο και το σπίτι που μένω. Αυτά, τίποτα άλλο.

Πόσο μάλλον όταν αυτό το στούντιο σας εξασφάλισε και την πολυπόθητη καλλιτεχνική ελευθερία.

Σίγουρα. Πλέον το στούντιο και τη δισκογραφική εταιρεία «Polytropon», τα διαχειρίζεται επαγγελματικά ο γιος μου. Εγώ έχω κάπως απομονωθεί στη μονοκατοικία και εργάζομαι πάνω στη μουσική μου.

Ήσασταν μοναχοπαίδι;

Όχι, έχω μια αδερφή κι έναν αδερφό. Εγώ είμαι ο πιο μικρός. Δεν έχουν σχέση με τα καλλιτεχνικά, αλλά ακούν. Ας πούμε ότι είναι φιλότεχνοι, όπως ήταν και οι γονείς. Είχα ένα θείο, Καζαντζής Γιώργος λεγόταν κι αυτός, που ήταν μουσικός και κατασκευαστής νυκτών οργάνων. Έφτιαχνε μαντολίνα, τζουράδες, λαούτα, τέτοια όργανα.

Να το έναυσμα, επομένως, για ν’ ασχοληθείτε με τη μουσική.

Ήταν γονιδιακή μάλλον αυτή η επιρροή, καθώς εγώ τον θυμάμαι μόνο νεκρό. Ζουν βέβαια κάποια απ’ τα παιδιά του, όμως εγώ θυμάμαι που με είχαν πάει οι γονείς μου στην κηδεία του. Στο σπίτι μας είχαμε ένα παλιό έπιπλο, ραδιόφωνο – πικάπ και μαγνητόφωνο για δίσκο. Δεν το ξανάδα πουθενά αυτό! Υπήρχε δηλαδή ένας δίσκος με άλλη βελόνα, ξεχωριστή απ’ αυτή του πικάπ, όπου μπορούσες κι έγραφες τη φωνή σου. Φωνογράφος με δίσκο που έσβηνε με μαγνήτη από πάνω. Φοβερή ευρεσιτεχνία ενός Θεσσαλονικού μουσικού!

Υπάρχει ακόμη αυτό το μηχάνημα;

Το δάνεισα μια φορά σ’ ένα συνάδελφο σπουδαίο μπουζουξή. Δεν είχα χώρο να το βάλω, έμενε έξω και σάπιζε. «Δεν μου το δίνεις εμένα;» μου λέει αυτός και του τό’δωσα, το έφτιαξε κιόλας και χαίρομαι τώρα που βρίσκεται εκεί.

Να φανταστώ ότι μεγαλώσατε με τα λαϊκά ακούσματα της εποχής, Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Πόλυ Πάνου κλπ.;

Τα ακούσματα ήταν κυρίως Καζαντζίδης και όλα τα δισκάκια της εποχής, που τα λέγαμε «πλάκες». Τα ακούγαμε μάλιστα από ένα πικάπ που είχε διαχωρισμό πρίμο και μπάσο. Είχε ένα woofer κάτω κι έλεγε ο πατέρας μου ο Πόντιος: «Άκου το ”πάσο” πως ακούγεται». Ακούγαμε και τα ευρωπαϊκά όλα, εννοείται: Πολ Άνκα, Σέρτζιο Εντρίγκο. Οι γονείς μου άκουγαν κυρίως αυτά, αλλά και εμείς, τα πιτσιρίκια. Η Θεσσαλονίκη τότε είχε δύο μεγάλα πολυκαταστήματα. Θυμάμαι τον πατέρα μου, να κοιτάμε δίσκους, να με ρωτάει «τι δίσκο θες να σου πάρω;» κι εγώ να του λέω χαρακτηριστικά: «Το ”Σήκω χόρεψε, κουκλί μου”».

Σε τι ηλικία αυτό;

Στα εφτά μου. Βέβαια, το επόμενο δώρο, στα 1964, που ήμουν πιο μεγάλος, ήταν «Το Άξιον Εστί».

Τη χρονιά που είχε βγει το έργο.

Ναι, μόλις είχε πρωτοβγεί. Αργότερα, επί χούντας, η θέση του δίσκου αυτού ήταν στο κοτέτσι.

Είναι μια εικόνα αυτή, όπως την περιγράφετε, ικανή να διαμορφώσει πολιτική συνείδηση.

Βέβαια. Όχι από το 1967, που ήμουν 12 ετών, αλλά από πολύ πιο πριν, είχα καταλάβει πως συντελείται μία πολιτιστική επανάσταση με τα τραγούδια του Θεοδωράκη. Χαίρομαι γι’ αυτό, αφού αν ρωτήσεις σήμερα πολλούς νέους δεν ξέρουν τον Χατζιδάκι. Εμείς τότε ακούγαμε «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» και εκστασιαζόμασταν, όχι μόνο στο σπίτι. Το εν λόγω έργο του Χατζιδάκι με θυμάμαι να πηγαίνω σε σπίτι φίλων να το ακούσουμε και η ακρόαση γινόταν ομαδική μυσταγωγία.

Αυτή είναι μία συνθήκη που θα συνεχίστηκε κατά κόρον με τους ροκ δίσκους στα seventies.

Όχι μόνο ακούγαμε ροκ, αλλά και παίζαμε! Εγώ είχα συγκρότημα από το 1970, από τα 15 μου. Είχε διάφορα ονόματα, δεν καταλήγαμε σε κανένα (γέλια). Ήμασταν τύμπανα, μπάσο, κιθάρα και τραγούδι. Εγώ έπαιζα κιθάρα τότε. Τραγουδιστής ήταν ένας συμμαθητής απ’ το γυμνάσιο.

Σε φάση Olympians κάπως ήσασταν;

Και Olympians παίζαμε, αλλά κυρίως αμερικανικά και αγγλικά συγκροτήματα: Από Beatles και Creedence Clearwater Revival μέχρι T-Rex και Black Sabbath. Πάντως, μια πρώτη απόπειρα να δώσουμε όνομα στη μπάντα μας ήταν «Οι BPC», δηλαδή «Believe Perceverative Access»! Μετά, πειράζοντας ο ένας τον άλλον, βγάζαμε αστεία ονόματα, λέγαμε π.χ. να είμαστε οι «Mitsus, Pitsus and The Gampsidian Boys», από μια περιοχή εδώ στη Θεσσαλονίκη. Δεν ηχογραφήσαμε τίποτα, αφού ως πιτσιρικάδες δεν είχαμε τη δυνατότητα, θυμάμαι όμως ότι, επηρεασμένοι από τους Beatles, είχαμε κάνει πάρτι σε μία ταράτσα. Υπάρχει ακόμα αυτή η ταράτσα και τη βλέπω κάθε μέρα απέναντι απ’ το σπίτι μου! Μάλιστα, επειδή είχαμε δανειστεί τα μηχανήματα από το καφενείο κάποιου θείου απ’ τους συμμαθητές, ήρθαν και μας τα πήραν στη μέση της συναυλίας. Αναγκαστήκαμε να παίξουμε live unplugged!

Κι ύστερα ήρθαν οι σπουδές στο Πολυτεχνείο.

Σπούδασα εδώ στο Αριστοτέλειο, αλλά παράλληλα διάβαζα πολύ περί μουσικής. Ωδείο δεν πήγα, αλλά είχα ξεκινήσει να κάνω ενορχηστρώσεις πριν πάω καν στο πανεπιστήμιο. Διάβαζα θεωρητικά, μελέταγα αρμονία ας πούμε, αλλά δεν μού’φτανε. Μετά, όταν άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι τη σοβαρότητα αυτού που είχα να κάνω, πήγα και βρήκα δάσκαλο έναν σπουδαίο μαέστρο. Δύσκολος άνθρωπος ήταν, αλλά εμένα μ’ είχε αγαπήσει πάρα πολύ. Μ’ αυτόν έμαθα μουσική. Μου είπε: «Για μένα δεν ξέρεις τίποτα! Θα τα πάμε όλα απ’ την αρχή»! Περνάγαμε πάλι ένα – ένα τα σολφέζ, αρμονία, αντίστιξη, φούγκα, οργανολογία. Ξεκίνησα να γράφω τραγούδια απ’ τα 17 μου. Χρόνια αργότερα, παντρεμένος ων, ένα βράδυ που ήμουν ξαπλωμένος, λέω στην τότε σύζυγο μου: «Κοίταξε, εγώ θα ενδυθώ πλέον τον μανδύα του δημιουργού». Δυσκολευόμουν να πω τη λέξη «συνθέτης», γιατί τη θεωρώ πολύ βαριά λέξη. Ο κόσμος μου τον φόρεσε τον όρο αυτό.

Δεν θεωρείτε ακόμη πιο βαρύ τον όρο «δημιουργός»;

Το «συνθέτης», ξέρετε, είναι και κάτι που εμπεριέχει τεχνικές γνώσεις, πρέπει δηλαδή νά’χεις ουσιαστικά την ικανότητα να συνθέσεις μελωδίες και αρμονίες, διότι σύνθεση μελωδιών είναι η αντίστιξη. Να μπορείς να χρησιμοποιείς τις δυνατότητες της φούγκας, κάτι που θεωρείται σπάνιο σήμερα. Εγώ, βέβαια, χρησιμοποιώ φούγκα, αφού σε βγάζει από αδιέξοδα κατά την ενορχήστρωση. Και η αντίστιξη είναι κάτι που χρησιμοποιώ, αλλά όχι όταν δουλεύω πολλές μελωδίες παράλληλα. Βάζω, εννοώ, ένα – δυο όργανα να κινούνται αντιστικτικά μες τις ενορχηστρώσεις μου.

Έτσι που μου τα λέτε αναλυτικά και ωραία, θεωρείτε απαραίτητη την τεχνική κατάρτιση.

Εφόσον αφιερώνεσαι σε κάτι, πρέπει να το γνωρίζεις καλά, έστω ένα μεγάλο κομμάτι του.

Ο Σαββόπουλος, π.χ., είναι ή δεν είναι σωστό να χαρακτηρίζεται συνθέτης;

Εγώ διαχωρίζω τον συνθέτη απ’ τον τραγουδοποιό. Δεν θα μπορούσα να πω συνθέτη τον Σαββόπουλο, αλλά ούτε μπορώ να διακρίνω μέγεθος, να πω δηλαδή ότι ένας τραγουδοποιός είναι υποδεέστερος ενός συνθέτη. Έχουμε τραγουδοποιούς που μας έδωσαν αριστουργήματα, των οποίων το επίπεδο δεν το φτάνουν οι συνθέτες: Σαββόπουλος, Λοΐζος, Μάλαμας, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Περίδης…Αριστουργήματα έχουν κάνει.

 

Η κόντρα αυτή υπήρχε μεταξύ χατζιδακικών και θεοδωρακικών. Οι μεν υποστήριζαν ότι ο Θεοδωράκης ήταν ένας καταρτισμένος μουσικός με σπουδές στο Παρίσι κλπ., ενώ οι δε ότι ο Χατζιδάκις δεν ενδιαφερόταν ακόμη και για να τον χαρακτηρίσουν συνθέτη.

Ο Χατζιδάκις όμως έκανε ενορχηστρώσεις, χρησιμοποιούσε όλες τις μουσικές τεχνοτροπίες. Δεν γνωρίζω τις σπουδές του Χατζιδάκι, αλλά νομίζω ότι τα έμαθε όλα. Χρησιμοποιούσε και αντίστιξη, ενώ εισήγαγε και τζαζ συγχορδίες μέσα στις ενορχηστρώσεις του.

Ίσως λόγω και της μακράς παραμονής του στην Αμερική.

Ίσως…Ίσως και λόγω αισθητικής. Μια μεγάλη εβδόμη ή οι έκτες, που χρησιμοποιούσε πολύ συχνά ο Χατζιδάκις, όπως έκτες χρησιμοποίησα κι εγώ στις «Μέλισσες», δίνουν μεγάλη δραματικότητα. Όλα αυτά βέβαια δεν τα κάνεις σε στυλ «Α, τώρα εδώ θα βάλω μία έκτη», σου βγαίνει και μετά εκπλήσσει και σένα τον ίδιο.

Σας συνέβη να σας εκπλήξει μια μουσική που γράψατε;

Πολλές φορές. Όχι ακριβώς να με εκπλήξει…Παίρνω απόσταση απ’ τη δουλειά, όταν θα τελειώσει. Την ξανακούω, όμως, μετά από καιρό και βλέπω ότι είχε κάτι το θείο μέσα της. Για να μην ακουστεί κάπως αυτό που λέω, εγώ θεωρώ ότι η στιγμή της έμπνευσης είναι και μία στιγμή υπέρβασης, μία στιγμή επικοινωνίας με το σύμπαν και με τον εαυτό σου, όπου ανοίγουν οι ουρανοί, παίρνεις ιδέες και μετά ξανακλείνουν. Στις «Μέλισσες» έτσι νομίζω ότι λειτούργησε το πράγμα. Όταν τις έγραψα ήταν όπως ακριβώς το ακούμε το τραγούδι. Μην έχοντας πάρει απόσταση, ένιωθα ότι δεν επικοινωνούσα με τη βαθύτερη ουσία του τραγουδιού. Αναρωτιόμουν: «Όλη αυτή την πολυρυθμία και τις αντιστίξεις, θα τα καταλάβει ο κόσμος;» Σκέφτηκα να το κάνω ζεϊμπέκικο, πιο απλοποιημένο. Φεύγω διακοπές. Γυρίζω, ξανακούω τις δύο εκδοχές και εκεί μπόρεσα και διέκρινα την απώτερη πληροφορία του τραγουδιού.

Πως εξηγείτε το ότι ενώ είστε ένας πληθωρικός δημιουργός, ανά πενταετία βγάζετε κι από’ να τραγούδι που θα γίνει μεγάλη επιτυχία, θα γράψει ιστορία, αν θέλετε; Αναφέρομαι στις «Μέλισσες» με τη Βελεσιώτου, στο «Ήτανε αέρας» με την Καλημέρη και στον «Χειμωνανθό» με τον Χαρούλη.

Εδώ σημαντικό ρόλο παίζει και ο τραγουδιστής. Τον «Χειμωνανθό» νομίζω πως ο Χαρούλης τον έκανε επιτυχία. Υπάρχουν κι άλλα τέτοια τραγούδια μου, όπως «Το πέταγμα σου» με τον Ζερβουδάκη, το «Κατάρτι κι ατμός» με τον Λέκκα. Το υποστηρίζουν κιόλας αυτό το ρεπερτόριο στα προγράμματα τους.

Μα, όταν είχαν βγει «Τα Πέριξ», ο Χατζιδάκις είχε πει πως 80% της επιτυχίας το χρεωνόταν η τραγουδίστρια Βούλα Σαββίδη κι ένα 20% όλα τα άλλα.

Εγώ, πάντως, τίποτα δεν έχω φανταστεί ή σχεδιάσει απ’ όσα προέκυψαν στη συνέχεια. Το κάθε τραγούδι μου δηλώνει τη δυναμική του τη στιγμή που το γράφω. Η πρώτη ανατριχίλα μετράει για μένα. Μετά το χάνω κάπου. Αρχίζω να το επεξεργάζομαι.

Τη Φωτεινή Βελεσιώτου, ας πούμε, κανείς δεν την ήξερε προ «Μελισσών», ήταν απλά μία τραγουδίστρια σε μουσικές σκηνές της Θεσσαλονίκης.

Το feedback του τραγουδιού το’χαμε πάρει με τη Φωτεινή απ’ τα live μας. Ήταν ένα άγνωστο εντελώς τραγούδι, που δισκογραφήθηκε μετά από ενάμισι χρόνο. Εμείς το παίζαμε, όμως, άλλοτε στο «Καφωδείον», εκεί που γνώρισα τη Φωτεινή, και άλλοτε στη «Βάρδια», που υπήρχε τότε. Γινόταν χαμός, μας το ζητούσαν δεύτερη και τρίτη φορά. Πιστεύω και στη χημεία των τριών: Η Ελένη Φωτάκη έγραψε έναν καταπληκτικό στίχο, η μουσική και η ενορχήστρωση εξυπηρέτησαν τον στίχο αυτό και μετά η φωνή της Φωτεινής που πήγε εκεί που πήγε το τραγούδι! Ο «Χειμωνανθός» με τον Χαρούλη προηγήθηκε, αφού εκεί γνώρισα τη Φωτάκη, μέσω αυτού του τραγουδιού, και γίναμε φίλοι.

Η Φωτάκη, πάλι, είναι καλλιτέχνις αυθεντική, θα έλεγα.

Τη γνώρισα πάρα πολύ καλά την Ελένη. Είναι ένα καλό βασανισμένο παιδί και εκπληκτική στιχουργός. Θα ήθελα να κάνω και άλλα πράγματα μαζί της και ήδη έχουμε ένα τραγούδι στο δίσκο που θα κάνω με τη Λιζέτα Καλημέρη. Σπουδαίο τραγούδι από πλευράς στίχου!

Η αλήθεια είναι πως το ψάχνετε πολύ με τον στίχο. Απόδειξη ότι συμμετέχουν πολλοί διαφορετικοί στιχουργοί στις δουλειές σας.

Καταρχάς προσπαθώ να διακρίνω μουσική μέσα στο στίχο για να με δονήσει πριν κάτσω στο πιάνο.

Πότε βγήκε ο πρώτος σας δίσκος;

Το 1985. Τραγουδούσε ο Κώστας Πρατσινάκης.

Αυτός ήταν ένας τοπικιστικός δίσκος;

Μα, τοπικιστικός ήταν! Εγώ τον έφτιαξα εδώ με τη βοήθεια μιας εταιρείας που λεγόταν «Μακεδονική Μουσική Κίνηση» ιδιοκτησίας Νίκου Θεοδωράκη και Χρήστου Γκίλια, ο οποίος Γκίλιας μας έφυγε πρόσφατα. Πήγα, τους συνάντησα και ουσιαστικά τα πληρώσαμε όλα εγώ και ο Πρατσινάκης. Ανεξάρτητη παραγωγή, τη διανομή όμως την έκανε η ΜΙΝΟΣ. Θυμάμαι ότι ως πληβείος δημιουργός της εταιρείας, πήρα τους δίσκους μου παραμάσχαλα και κατέβηκα στην Αθήνα. Πήγα στην ΕΡΤ, δεν υπήρχε τότε και τίποτα άλλο. Θυμάμαι ότι ο πρώτος που συνάντησα στους διαδρόμους του Ραδιομεγάρου, ήταν ο Δημήτρης Λέκκας, ο οποίος με υποδέχτηκε τρομερά εγκάρδια.

Τον γνωρίζω τον Δημήτρη Λέκκα κι είναι ένας σπάνιος γλυκύτατος άνθρωπος.

Ακριβώς. Εγώ πήγαινα όλο κόμπλεξ και φόβο. Ο Λέκκας είναι σπουδαίος, καταρτισμένος μουσικός, συνθέτης, μαθηματικός και διανοούμενος. Από κει και πέρα, γνώρισα πολλά παιδιά μες την ΕΡΤ. Μια μέρα που γύριζα με τους δίσκους μέσα κει, ο παραγωγός της εκπομπής με τον τίτλο «Πιο πολύ κι απ’ τους ανθρώπους, τα τραγούδια τους αγάπησα», μου είπε πως έπαιζε το «Ήτανε μια στιγμή» κάθε μέρα. Κι ένα ακόμη τραγούδι μου, αν τα λέω σωστά.

Θα πήρατε θάρρος και για τον επόμενο δίσκο έτσι. Δεν ήταν λίγο να «κατακτάς» την ΕΡΤ, όντας Θεσσαλονικιός.

Πήρα κουράγιο από την αποδοχή της πρώτης δουλειάς μου. Το σημαντικότερο ήταν που πήρα θάρρος και τηλεφώνησα του Διονύση Σαββόπουλου. Του είπα «Διονύση, γεια σου, είμαι ένας τραγουδοποιός από Θεσσαλονίκη» κι αυτός συγκινήθηκε. Ακόμη είχε πολύ στενή σχέση με την πόλη του. Μου είπε να του στείλω το δίσκο μου. Μιλάω για το 1987 – 88, όταν έκανε το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» στην τηλεόραση. Του στέλνω το δίσκο και μου λέει «Πάρε με σε μια βδομάδα». Απίστευτα συνεπής ο Σαββόπουλος! Εγώ τότε είχα διοριστεί μηχανικός στην Κατερίνη και δούλευα εκεί. Πράγματι, του ξανατηλεφωνώ και μου λέει ότι άκουσε το δίσκο και του άρεσε.

– Μπορούμε να κάνουμε κάτι;

– Ναι, θα κάνουμε! Μπορείς να μου κάνεις εκεί απάνω ένα βίντεο και να μου το φέρεις;

– Ναι. Έκλεισε.

Τότε δεν υπήρχε η ΕΡΤ 3. Υπήρχε ανταπόκριση μόνο για την ΕΡΤ από Θεσσαλονίκη που γινόταν από’να στούντιο κοντά στο αεροδρόμιο. Ήξερα κάποιους εκεί, προθυμοποιήθηκαν όλοι, πληρώσαμε ελάχιστα ένα συνεργείο και κάναμε τα γυρίσματα ενός απ’ τα πρώτα βίντεο κλιπ στην Ελλάδα τώρα που τα αναπολώ. Σκηνοθεσία έκανε η Μίκα Ζαχαροπούλου και, γενικώς, όλα τα παιδιά δούλεψαν αφιλοκερδώς. Παίρνω το κλιπάκι, ξανακατεβαίνω Αθήνα και συναντώ τον Σαββόπουλο, που τότε έμενε σε ένα δωμάτιο του «Μεγάλη Βρετανία». Το είδε, μου κάνει «Είμαστε ΟΚ, πήγαινε το στην Παιανία να το περάσουν στο πρόγραμμα». Δεν ήξερα πότε θα μεταδοθεί. Ούτε με πήρε ποτέ τηλέφωνο να με ενημερώσει. Παρακολουθούσα όλες τις εκπομπές και φτάνουμε στην εκπομπή το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Ο κόσμος δεν έβλεπε τίποτα άλλο, όλοι «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι»! Μεταδίδεται εκεί το κλιπάκι με παρουσιαστή τον Άρη Δαβαράκη, αν θυμάμαι καλά. Πολύ ωραία τα έφερε ο Σαββόπουλος! Αμέσως μετά μας άνοιξε η όρεξη και κάναμε το δεύτερο δίσκο μου. Πάλι με τον ίδιο τραγουδιστή, τον Πρατσινάκη, αλλά με μία εταιρεία που λεγόταν «Ροτόντα» και ανέλαβε όλα τα έξοδα παραγωγής. «Ταξίδια με τον ίδιο χάρτη» λεγόταν ο δίσκος. Δειλά – δειλά άρχισα ν’ αναζητώ κι άλλους τραγουδιστές τοπικής εμβέλειας. Στίχους στους δύο πρώτους δίσκους είχαν γράψει διάφοροι: Η αείμνηστη Σοφία Κατζούρη, π.χ., ενώ μετά άρχισα να συνεργάζομαι με τον Γιάννη Τσατσόπουλο πού’ναι σπουδαίος στιχουργός.

 

Και φτάνουμε στο 1990 όταν ο Μάνος Χατζιδάκις πραγματοποιεί τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας.

Έστειλα ένα τραγούδι, το «Σαν καταιγίδα». Στους Αγώνες είχα τραγουδίστρια την Ελένη Μιχαλοπούλου, μία σπουδαία τραγουδίστρια που σήμερα έχει δική της σχολή. Στη δισκογραφία το τραγούδι πέρασε με τη Λιζέτα Καλημέρη. Για τη διφωνία, ήθελα τον Μανώλη Χατζημανώλη, του οποίου του βγήκε σε καλό, γιατί τον άκουσε ο Χατζιδάκις και του έδωσε ακόμη δύο κομμάτια, που ήταν ορφανά από τραγουδιστές. Πολύ ωραίο ήταν το κλίμα στους Αγώνες Καλαμάτας, το σημαντικότερο όμως ήταν που γνώρισα από κοντά τον Χατζιδάκι και την αύρα που διέθετε ο άνθρωπος αυτός. Σημαντική ήταν και η γνωριμία μου με τον Μίλτο Λογιάδη. Μόλις είχε έρθει εφηβάκι από τη Γερμανία, είχε μιλήσει με τον Χατζιδάκι κι αυτός του’ πε: «Ορίστε, έλα εκεί να διευθύνεις». Τον είχα πετύχει μες το αεροπλάνο τον Λογιάδη, ο οποίος μου είπε τα εξής: «Εσύ είσαι ο Καζαντζής; Επιτέλους είδα και μια παρτιτούρα που μπορώ να βγάλω άκρη». Μου άρεσε πολύ αυτό! Η ενορχήστρωση στο κομμάτι ήταν δική μου. Γνωρίστηκα και με τα άλλα παιδιά, τον Περίδη, τη Μαρία Βουμβάκη – πολύ σημαντική είναι αυτή – και τον Κυπουργό, με τον οποίο γίναμε φίλοι. Τον κάλεσα αργότερα στην Καλαμαριά, που ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής, για να μας δώσει κάποιο σεμινάριο και παίξαμε κι ένα έργο του. Γνώρισα ακόμη τον Μιχάλη Γκανά, ο οποίος, επειδή το τραγούδι μου δεν πέρασε τη δεύτερη μέρα κι ήμουν στενοχωρημένος, με έπιασε και μου είπε: «Το τραγούδι σου είναι σπουδαίο, μην ανησυχείς που δεν πέρασε». Μου’χει μείνει αυτό…

Η καθιέρωση ήρθε μετά τους χατζιδακικούς Αγώνες Καλαμάτας;

Όχι, δεν θα τό’λεγα. Ούτε σήμερα νιώθω καθιερωμένος, αλλά εν πάση περιπτώσει τώρα υπάρχει μίαν αναφορά.

Ε, όχι και δεν είστε καθιερωμένος σήμερα. Μην είστε τόσο σεμνός.

Άστε με να είμαι σεμνός, κάτι κερδίζω απ’ αυτό. Δεν έχει να κάνει με μετριοπάθεια.

Συμφωνώ για την καθιέρωση που τελικά δεν ήρθε μετά την Καλαμάτα. Κάνατε, βλέπεις, έναν οργανικό τρίτο δίσκο.

«Οι εποχές» λεγόταν κι ήταν η πρώτη οργανική δουλειά μου. Ένιωθα ένα περιορισμό με το τραγούδι λόγω του στίχου. Εννοώ αυτό το συνεχές «κουπλέ – ρεφρέν – κουπλέ – ρεφρέν» και μια εισαγωγή. Στα οργανικά, η μουσική είχε πολλά πεδία για να απλωθεί, δύο θέματα, ένα επεισόδιο, μία παραλλαγή κ.ο.κ. «Οι εποχές» ήταν μια παραγωγή του δήμου Καλαμαριάς, όπου είχα μετατεθεί μετά την Κατερίνη. Είχα μεγάλη βοήθεια απ’ τον δήμαρχο Καλαμαριάς, τον αείμνηστο Θρασύβουλο Λαζαρίδη. Αυτός μου έκανε την παραγωγή στο πλαίσιο των 50 χρόνων απ’ την ίδρυση του δήμου. Γράψαμε στο στούντιο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και, γενικά, ο δίσκος όλος εξέφραζε τη διάθεση μου να ανοίξω τα μουσικά πεδία μου.

Μιλάμε για το 1993…

Ακριβώς! Το ’93 βγήκαν «Οι εποχές».

Ήθελα να πω ότι το ’93 εμφανίζονται ο Αλκίνοος με τον Ζούδιαρη, ο Περίδης, αρχίζει η παντοδυναμία του λεγόμενου έντεχνου. Σκεφτήκατε πως ήρθε κι η δική σας ώρα να διεκδικήσετε αυτό που σας ανήκει μέσα στο συγκεκριμένο ρεύμα;

Αν και με εξέφραζε όλο αυτό το κλίμα, αυτό το περιβάλλον, δεν το είδα σαν ένα εφαλτήριο για να μπω κι εγώ μέσα σ’ αυτό. Εγώ πάντα την εσωτερική μου φωνή ακολουθώ. Τώρα αν αυτή η φωνή διαμορφώνεται ή επηρεάζεται και απ’ το κίνημα του έντεχνου, δεν ξέρω τι να πω επ’ αυτού. Τα πράγματα γίνανε μοιραία. Μετά τον τρίτο δίσκο, άλλαξε η οπτική στη ζωή μου. Ωρίμαζα μάλλον…Μπορεί να ήταν που έκανα ένα ταξίδι στο Άγιο Όρος και γύρισα διαφορετικός; Δεν ξέρω…Μέσα στο Άγιο Όρος εμπνεύστηκα κι ένα τραγούδι, το «Χρόνοι της απουσίας σου».

Κι αυτό είναι εξαιρετικό τραγούδι πάλι με τη Λιζέτα Καλημέρη.

Ναι, ακριβώς. Το έγραψα αυτό εκεί και γύρισα πίσω με δυο – τρία τραγούδια. Ήμασταν πολύ φίλοι με τη Μελίνα Κανά. Την Καλημέρη δεν την ήξερα εγώ τότε, ήμασταν φίλοι οικογενειακοί. Της λέω «Μελίνα, δεν κάνουμε ένα δίσκο;» και μου λέει «Μέσα»! Ακούει πρώτο το «Χρόνοι της απουσίας σου», τη μελωδία. Κάνει: «Είναι καταπληκτικό, μοιάζει αναγεννησιακό. Θα σου συστήσω μια φίλη μου να σου γράψει στίχους»! Και έτσι μου προτείνει τη Λίλυ Βαρίνου, με την οποία ήταν συμφοιτήτριες. Φτιάξαμε με τη Λίλυ τρία – τέσσερα τραγούδια, τα κάνουμε ντέμο, αλλά μια μέρα μου λέει η Μελίνα: «Ήρθε και με βρήκε ένας Σωκράτης Μάλαμας και μου έδωσε μία κασέτα. Τον ξέρεις;» «Πως δεν τον ξέρω;» της απαντώ, «τον κιθαρίστα λες». Συνεχίζει η Μελίνα: «Δεν μου λένε τίποτα» και μου βάζει κι ακούω πρώτο – πρώτο το «Να βάλω τα μεταξωτά». Παθαίνω πλάκα! «Τι λες, ρε συ Μελίνα;» της λέω, «αυτά είναι τραγουδάρες». Της είπα να τον κάνει οπωσδήποτε το δίσκο με τον Μάλαμα, αφού ήταν κι η ΛΥΡΑ στη μέση.

Σωστά αναφέρετε τη ΛΥΡΑ, γιατί η Ντόρα Ρίζου με το «υποκατάστημα» της ΛΥΡΑ στη Θεσσαλονίκη, έφτιαξε πραγματικά τη νεότερη σχολή τραγουδιού της Θεσσαλονίκης. Της οφείλουν όλοι οι μουσικοί από τον Βορρά.

Εννοείται πως στη Ντόρα οφείλουμε αυτή τη «σχολή της Θεσσαλονίκης», αν υπάρχει ο όρος. Πολλοί, ο Μάλαμας, η Κανά, η Καλημέρη, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων που έμενε εδώ τότε, ο Μπακιρτζής, εγώ, ακόμη και ο Παπάζογλου, χρωστάμε πολλά στη Ντόρα! Εμείς, βέβαια, τότε δεν το ζούσαμε έτσι όπως το λέτε, αναγεννησιακά δηλαδή. Εκ των υστέρων μπορώ να δω ότι η πόλη έχει μία ενέργεια που εμπνέει. Αυτό το «ερωτική πόλη», που λένε, δεν ξέρω μόνο αν ισχύει.

Τα’πε όλα ο Χριστιανόπουλος: «Γιατί ερωτική πόλη η Θεσσαλονίκη; Στις άλλες πόλεις δεν γαμάνε;»

(γέλια) Ναι, σωστά! Δεν ξέρω τι είναι, η υγρασία της; Εγώ το αποδίδω στην ιστορία της, στις δονήσεις της…Η πόλη έχει και σου δημιουργεί μία εσωστρέφεια, η οποία είναι γόνιμη για κάθε δημιουργό. Έχεις ένα εργαλείο περισυλλογής, έναν διάλογο με τον εαυτό σου.

Απ’ την άλλη, είστε και καλλιτέχνες εσείς εδώ που δεν «καήκατε» από την Αθήνα και τη νύχτα της.

Όχι. Πολλοί μουσικοί έχουν παίξει σε σκυλάδικα. Άλλοι έχουν ξεφύγει, άλλοι δεν ξέφυγαν. Θυμάμαι να ξεκινώ με συναδέλφους με τα ίδια όνειρα, το ίδιο ταλέντο, την ίδια αισθητική αντίληψη, που τους έφαγαν τα σκυλάδικα γιατί δεν είχαν άλλη εναλλακτική βιοπορισμού. Σιγά – σιγά άλλαξε και η αισθητική τους.

Σε συνέχεια αυτών που λέγαμε για τη Ντόρα Ρίζου, θα συμφωνήσετε με το ότι πέσατε και σε μία καλή χρονική συγκυρία, κατά την οποία όλη η «καλή» Θεσσαλονίκη μεταφέρθηκε ατόφια στην Αθήνα και τα τραγούδια σας έγιναν ευρέως γνωστά.

Μα γι’ αυτό κι εγώ παρότρυνα τη Μελίνα να έκανε το δίσκο με τον Μάλαμα. Τα δικά μου τραγούδια δεν είχαν ακόμη σπίτι. Οι εταιρείες ήταν παντοδύναμες τότε. Με τον Σωκράτη ήμασταν φίλοι, του είπε η Μελίνα ότι τη συμβούλεψα να προχωρήσουν κι αυτός συγκινήθηκε. Έκαναν τελικά το δίσκο «Της μέρας και της νύχτας» στο «Αγροτικόν» του Παπάζογλου και έγινε αμέσως επιτυχία. Εγώ, όμως, άρχισα νά’χω πρόβλημα: Με ποιον τραγουδιστή μετά τη Μελίνα, θα έκανα τα τραγούδια μου;

Ψυχραθήκατε τότε με τη Μελίνα Κανά;

Όχι, ίσα – ίσα! Εγώ της είχα προτείνει – επαναλαμβάνω – να προχωρούσε, εκεί που η ίδια ήταν ανασφαλής. Είχαμε και εξακολουθούμε να έχουμε την καλύτερη σχέση.

Δεν είστε ανταγωνιστικός άνθρωπος.

Είμαι ανταγωνιστικός σε επίπεδο άμιλλας. Ακούω τραγούδια συναδέλφων μου, όχι πολλά, που τα ζηλεύω, λέω «μακάρι να τό’χα γράψει εγώ αυτό». Κι υπάρχουν κι άλλα που ξέρω πως δεν θα μπορούσα να τα γράψω, γιατί είναι σ’ άλλη κατεύθυνση απ’ τη δική μου.

Ωστόσο σας «έκαιγε» να έβγαινε εκείνο το υλικό.

Με «έκαιγε», εννοείται, κι είχαν μαζευτεί κι άλλα κομμάτια. Έκανα κάποια δοκιμαστικά με τραγουδιστές μέχρι που κάποιος φίλος μού είπε: «Άκου και τη Λιζέτα, την αδερφή της Μελίνας». Τραγουδούσε κάπου κοντά μου, στην «Ουτοπία». Πάω, την ακούω και παθαίνω πλάκα, καθώς ήταν της ίδιας ακριβώς οικογένειας με τη Μελίνα. Η Λιζέτα έχει πιο ευρύ φωνητικό αρμονικό φάσμα, αν και δεν συγκρίνονται οι δυο τους. Σπουδαίες τραγουδίστριες και οι δύο! Παίρνω, λοιπόν, τη Λιζέτα και τη βάζω στο στούντιο. Δεν είχε ιδέα, ήταν παντελώς άσχετη, αφού τη βοηθούσα να βάλει τα ακουστικά της. Κάνουμε το ντέμο κι εκεί έρχεται ο Μάλαμας που ήθελε επίσης να βοηθήσει και μου έφερε τον παραγωγό Δημήτρη Χατζόπουλο από την Αθήνα. Ο Χατζόπουλος ήταν στον Μελωδία τότε και ο προσανατολισμός του ήταν στο έντεχνο. Κάνουμε την ακρόαση στο σπίτι μου και μου λέει: «Αύριο μπαίνεις στούντιο». Η Ντόρα Ρίζου μεσολάβησε έπειτα και μας πήραν στη ΛΥΡΑ. Ο δίσκος δεν έκανε μπαμ με τη μία, έγινε όμως βραδυφλεγής επιτυχία. Τα τραγούδια δηλαδή μέχρι σήμερα ακούγονται.

Έχοντας φύγει απ’ τη ζωή ο Χατζιδάκις, είπατε «μακάρι να ζούσε να άκουγε τα τραγούδια μας;»

Ναι, τό’χα σκεφτεί ειλικρινά. Δεν χόρτασα αυτή τη μικρή επαφή που είχα μαζί του. Και, σίγουρα, είναι μεγάλη μου επιρροή ο Χατζιδάκις. Μια φορά μόνο, εκεί στους Αγώνες, κάτσαμε δίπλα – δίπλα σ’ ένα τραπέζι και γνώρισα το χιούμορ και την απλότητα του. Τον Γκάτσο δυστυχώς δεν τον γνώρισα. Πάντως μ’ αυτό το δίσκο με τη Λιζέτα ένιωσα πως σπάει λίγο το φράγμα της Θεσσαλονίκης. Ακολούθησε ο «Σορόκος», ακόμη ένας οργανικός δίσκος, που μπήκε στα Buddha Bar του εξωτερικού. Να πω ότι ο Μιχάλης Κουμπιός είχε βαφτίσει «Σορόκο» το δίσκο από’να κομμάτι μ’ αυτόν τον τίτλο μέσα. Ο Μιχάλης δεν είχε αναλάβει ακόμη το Δίφωνο, αλλά συνεργαζόταν ως παραγωγός με την FM Records. Λίγο μετά, όταν η ΛΥΡΑ κάλεσε τον Ανδρέα Καρακότα να κάνει δίσκο, εκείνος πάτησε πόδι: «Με τον Καζαντζή θα τον κάνω το δίσκο»!

Προς τιμήν του!

Ναι, μπράβο του τού Ανδρέα! Έτσι, πολύ κοντά στον «Σορόκο», έφτιαξα ένα δίσκο με τραγούδια, για τον οποίο δεν ήμουν τελείως προετοιμασμένος. Συμμετείχε η Δήμητρα Γαλάνη.

Το κομμάτι της οποίας πήρε και όλο το air play του δίσκου.

Τη Γαλάνη τη θέλαμε με τον Ανδρέα. Πήγαμε και τη συναντήσαμε εδώ που τραγουδούσε, συμφώνησε να είναι στη δουλειά και τα περαιτέρω τα κανόνισε η Ντόρα Ρίζου. Της Γαλάνη της δόθηκε, πράγματι, ένα ωραίο τραγούδι και έκανε μια σπουδαία ερμηνεία, όμως η αλήθεια είναι πως ο δίσκος δεν είχε καμία υποστήριξη, ούτε απ’ την εταιρεία. Ίσως κι ο Ανδρέας να ήταν λίγο διστακτικός, γιατί έτρεχε με το στρατιωτικό του, αν θυμάμαι καλά. Σήμερα, πάντως, που τα συζητάμε καμιά φορά με τον Ανδρέα, τον θεωρεί έναν από τους καλύτερους δίσκους του. Εμείς λειτουργούσαμε σαν παθητικοί ακροατές, δε μπορούσαμε να κάνουμε κάτι για να επηρεάσουμε. Ούτε και σήμερα μπορώ πέρα απ’ τις συναυλίες που δίνω. Έχω γνωριμίες, αλλά δεν τό’χω κάνει ποτέ να αρχίσω τα τηλέφωνα του στυλ «Παίξε το τραγούδι μου». Αυτός είμαι δηλαδή, δεν μπορώ να τα κάνω αυτά. Τέλος πάντων, ο επόμενος δίσκος ήταν με τον Μιχάλη Παπαζήση στην FM Records, όπου συμμετείχε η Λιζέτα με το «Ήτανε αέρας» σε ποίηση Γιώργου Χρονά.

Εκεί κι αν πήρε η Λιζέτα όλο το air play του δίσκου!

Ισχύει…Εγώ τότε ήμουν τρελά ερωτευμένος με μια τύπισσα, μια πολύ δύσκολη κατάσταση, κι έχουμε κατέβει με τη Λιζέτα να παίξουμε στην Αθήνα. Μου τηλεφωνεί ο Χατζόπουλος ότι θέλει να με γνωρίσει σ’ έναν σπουδαίο άνθρωπο και πάμε απ’ του Γιώργου Χρονά. Είχε έναν υπέροχο τεράστιο σκύλο, θυμάμαι. Αντί να πούμε άλλα, άρχισα να του λέω τον καημό μου. Του αφήνω την κασέτα με τη μελωδία του «Ήτανε αέρας»…«Άσε, αγόρι μου, εγώ θα σου γράψω για όλα αυτά που μου διηγήθηκες» μου κάνει ο Χρονάς και γράφει το «Ήτανε αέρας»!

Πολύ συγκινητικό.

Τρομερά συγκινητικό…

Εγώ πάλι νόμιζα πως ο Χρονάς τη Φλέρυ Νταντωνάκη είχε στο μυαλό του όταν έγραφε αυτό το τραγούδι.

Το κατανοώ, θα μπορούσε, δεν ήταν καν όμως μελοποίηση μου σε κάποιο ποίημα του Χρονά. Ο ποιητής έγραψε πρωτότυπους στίχους βασισμένους σ’ όλο αυτό που του διηγήθηκα στο σπίτι του. Είχα και μελοποιημένα ποιήματα του Χρονά μέσα, αλλά αυτό ήταν το μοναδικό με πρωτότυπους στίχους του. Θεωρώ καρμική την επιτυχία του «Ήτανε αέρας», σύμφωνα με την ιστορία του τραγουδιού, όπως σας την είπα. Όλα είναι καρμικά, ξέρετε. Όταν το έφτιαξα, αρχικά σκεφτόμουν τη Μαρία Θωΐδου. Γράψαμε το κομμάτι με τη φωνή – οδηγό της Μαρίας. Μιλάω για το τραγούδι τελειωμένο πριν φωνάξω τη Λιζέτα. Δεν μου έβγαζε, όμως, αυτό που ήθελα κι έτσι κάλεσα τη Λιζέτα. Μία φορά το είπε, μια κι έξω. Αυτό ήταν! Έκτοτε, κατάλαβα ότι δεν πρέπει να’χω συναισθηματισμούς με τα τραγούδια μου, αφού το ίδιο το σύμπαν μας δείχνει το δρόμο μας.

Εσάς ο δρόμος σας έβγαλε σ’ άλλες πολύ σημαντικές συνεργασίες. Θυμίζω αυτή με τον Μανώλη Ρασούλη.

Ήμασταν πολύ φίλοι με τον Ρασούλη. Ερχόταν σπίτι, καθόμασταν, τρώγαμε – κυρίως τρώγαμε – και πηγαίναμε στο γήπεδο με τον γιο μου πιτσιρικά. Είχαμε πολύ καλές σχέσεις. Μάλιστα, έκανα όλες του τις εκπομπές στον «Ωχ FM» μέχρι να τον διώξουν. Ερχόταν ο Μανώλης στο στούντιο κάθε Δευτέρα και Τετάρτη, τις γράφαμε, αλλά δεν υπήρχε κομπιούτερ για να τις σώσουμε κι αυτό το θεωρώ μεγάλη απώλεια σήμερα. Γράφαμε τις κασέτες, ερχόταν κούριερ και τις έπαιρνε και παίζονταν την επόμενη μέρα. Κάποια στιγμή ο Μανώλης είχε αναφερθεί στον Χαρδαβέλλα, που’χε εμφανιστεί με σπασμένο χέρι τάχα μου ότι τον δείρανε. Τον είχε αποκαλέσει «Χαρδαμπούχλα» ο Μανώλης και την άλλη μέρα του τηλεφωνούν από την εκπομπή: «Ξέρεις, σου κόβουμε τη μία μέρα, θα βγαίνεις μόνο κάθε Πέμπτη». Κι εκεί ο Μανώλης τους λέει: «Κι εγώ σας κόβω και την Πέμπτη» και σταμάτησε.

Πολύ καλά έκανε. Ανάγκη δεν τους είχε.

Ναι, έτσι. Με τον Μανώλη κάναμε αρκετά τραγούδια. Συνέχισα και μ’ άλλους οργανικούς δίσκους, σαν το «Faux bizoux».

Που έχετε μέσα ένα μόνο τραγούδι με τον Βασίλη Λέκκα.

Μπράβο! Με συγκινείτε που ξέρετε τόσο καλά τη δουλειά μου.

Η δουλειά μου είναι, κύριε Καζαντζή. Σας ευχαριστώ. Ας πούμε κάτι άλλο: Θεωρήσατε ποτέ ότι οι τραγουδιστές έγιναν το Α και το Ω της δισκογραφίας, παραμερίζοντας τους δημιουργούς;

Συνέβαινε. Οι δίσκοι γίνονταν προσωπικοί του κάθε τραγουδιστή, συνήθως πολυσυμμετοχικοί από πλευράς συνθετών και στιχουργών. Εμένα, πάλι, δεν ξέρω, η ρότα μου ήταν να μαζεύω πέντε – δέκα τραγούδια και να κάνω ολοκληρωμένους δίσκους. Καταρχάς δεν είμαι πολυγραφότατος, γι’ αυτό και κάνω δίσκο ανά δυο – τρία χρόνια. Δεν είχα και ποτέ την πρεμούρα να κάνω δίσκο με ένα συγκεκριμένο στιχουργό για έναν συγκεκριμένο τραγουδιστή. Φρόντιζα να κινούμαι σε ενιαίο ύφος μουσικά και στιχουργικά και η ενορχήστρωση πάντα βοηθούσε σ’ αυτό. Από κει και πέρα, πολυσυλλεκτικοί ήταν οι δίσκοι μου από τραγουδιστές. Αυτό, ξέρετε, το πλήρωνα! Έκανα πολλά ωραία τραγούδια με πολλούς διαφορετικούς ερμηνευτές, τα οποία όμως δεν υποστηρίχτηκαν. Θυμάμαι. π.χ., ένα τραγούδι μου με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, ο οποίος κατέλυσε όλες τις δυσκολίες, βασικά απ’ την εταιρεία του που δεν θέλανε να το κάνουμε. Μέχρι που μου έστειλαν email απαγόρευσης χρήσης του Αλκίνοου στο στούντιο, αλλά εκείνος πάτησε πόδι και μου’πε να μην ανησυχώ για τίποτα.

Το κομμάτι αυτό είναι στον ίδιο δίσκο με τις «Μέλισσες» μαζί και μ’ άλλους τραγουδιστές: Την Τσαλιγοπούλου, τον Θηβαίο.

Ο Θηβαίος τραγούδησε τη «Μαρμαρυγή» σε στίχους της Φωτάκη, άλλο καλό τραγούδι κατά τη γνώμη μου. Ένα μόνο τραγούδι, πάντως, δεν το στηρίζουν οι τραγουδιστές. Δεν τους πάει, δεν μπορώ να ξέρω…

Εκτός κι αν γίνει επιτυχία, σαν τις «Μέλισσες» με τη Βελεσιώτου.

Έχετε δίκιο, παίζουν ρόλο κι άλλες συγκυρίες.

Εννοώ πως οι προαναφερόμενοι τραγουδιστές του δίσκου, που’ναι κι οι ίδιοι δημιουργοί κιόλας, πολύ θα ήθελαν ένα «σουξέ» – να το πω έτσι – σαν τις «Μέλισσες».

Σωστά. Θεωρώ βέβαια πως αν λίγο βοηθούσαν κι αυτοί, ίσως έσκαγε ακόμη μία επιτυχία.

Τελευταία, πάντως, φαίνεται να εγκαταλείψατε τους πολυσυμμετοχικούς δίσκους. Βγάλατε πρόσφατα το «Κατάρτι κι ατμός» με τον Βασίλη Λέκκα και το «Έρωτας ή τίποτα» με τον Γιώργο Νταλάρα. Ο Νταλάρας, σαν ευφυής και «ψαχτήρι» που είναι, φαντάζομαι ότι θα επιθυμούσε τη συνεργασία σας.

Με τον Νταλάρα γνωριστήκαμε στην κηδεία του Σταύρου Κουγιουμτζή. Ήμασταν πολύ κοντά επίσης με τον Σταύρο και με ειδοποίησε αμέσως η κόρη του, η Μαρία, για να πάω κοντά τους. Πήγα και τη δεύτερη μέρα ήρθε από κει ο Νταλάρας. Κάτσαμε με τον Γιώργο σ’ ένα μικρό δωμάτιο, θυμάμαι, και μου λέει: «Εσύ’σαι ο Καζαντζής; Ξέρεις ότι σε αναζητούσα; Έχω ζηλέψει πολλά τραγούδια σου»! Μάλιστα ένα απ’ αυτά που’χε ζηλέψει ο Νταλάρας ήταν σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη. Του εξήγησα κι εγώ πως είχα φανταστεί πολλά τραγούδια μου με τη φωνή του, αλλά δίσταζα να τον προσεγγίσω. Μου ζήτησε την επόμενη, στην κηδεία, να του πήγαινα όλους τους δίσκους μου. Πράγματι, του έκανα ένα πακέτο και τους πήρε. Μου έλεγε μετά η Άννα Νταλάρα: «Τους έχει λιώσει τους δίσκους μες τ’ αυτοκίνητο. Όλη την ώρα Καζαντζή ακούμε». Δώσαμε υπόσχεση συνεργασίας. Τα χρόνια πέρναγαν και βρισκόμασταν. «Γιωργάκη, δεν ήρθε η ώρα μας ακόμα» μου έλεγε ο Νταλάρας. Εγώ το’χα ξεχάσει, αλλά εκείνος το’χε στο μυαλό του, αφού κάποια μέρα χτυπάει το τηλέφωνο: «Γεια σου, Γιώργο, είμαι ο Γιώργος Νταλάρας. Ήρθε η ώρα μας. Έχω κάτι στίχους να σου στείλω». Για τρία χρόνια μαζεύαμε υλικό, έγραφα, του έστελνα και άκουγε.

Απέρριπτε πράγματα ο Νταλάρας;

Δεν απέρριπτε τίποτα. Μου λέγανε όλοι «θα σε ζαλίσει, είναι ψείρας», αλλά τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Διαλέξαμε το υλικό, κάτσαμε μαζί στο τέλος και είπαμε «ξεκινάμε». Έκανα εγώ τις ενορχηστρώσεις μου, βρήκαμε τόνους και έγραψα στο στούντιο μου στη Θεσσαλονίκη. Κατέβηκα Αθήνα και τον είδα να τραγουδάει σαν έφηβος. Βγήκε δηλαδή πολύ αβίαστα το υλικό και με μεράκι. Κι ο ίδιος αγάπησε πολύ το δίσκο, φαίνεται, ακούγοντας κανείς τις εκπληκτικές ερμηνείες του.

Πάντως, το «Στα μισά του έρωτα βγαίνει ο δολοφόνος» της Φωτάκη είναι ένας απ’ τους πιο ελκυστικούς και εκκεντρικούς τίτλους ελληνικού τραγουδιού.

Βέβαια! Σε τρία κομμάτια στίχους έγραψε και η Ναντίνα Κυριαζή, ενώ υπάρχει κι ένα τραγούδι σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου, με τον οποίο είχαμε κάνει κι άλλα τραγούδια στο παρελθόν. Επίσης, στίχους μου έδωσαν ο Ιωάννης Πανουτσόπουλος και ο Γιώργος Ανδρέου. Και με τον Μάνο Ελευθερίου είχαμε συνδεθεί στενά. «Έλα, αγοράκι μου, τι γίνεται;» μου έλεγε όποτε μου τηλεφωνούσε μία φορά στάνταρ τη βδομάδα και λέγαμε τα πάντα, τις χαρές και τα παράπονα μας. Δεν θα ξεχάσω που μια φορά με κάλεσε στην Αθήνα και μου αφιέρωσε μία ολόκληρη μέρα. Ήπιαμε καφέ, φάγαμε, μετά ξανά καφές, ήταν απίστευτος, απίστευτος! Σπουδαία μορφή. Χαίρομαι που τον γνώρισα!

Τι παρέχει σήμερα το στούντιο σας πρωτίστως σε εσάς τον ίδιο;

Καταρχάς ξεκίνησε απ’ την ανάγκη μου να’χω το δικό μου χώρο. Είχα ένα home studio, αλλά ήθελα βασικά να κάνω πρόβες με τους μουσικούς μου και να παίζουμε. Τότε έκανα κι αυτή την κίνηση με την αξιοποίηση της περιουσίας, που σας έλεγα στην αρχή. Είχα δύο διαμερίσματα και πούλησα το ένα με την κατακραυγή των πάντων, αλλά δικαιώθηκα φτιάχνοντας το στούντιο, όπως αποδείχτηκε. Συγκυρία κι αυτό ήτανε, αφού τη μέρα που το είπα σε άλλους, βρισκόμουν στο Σύλλογο Μουσικών Βορείου Ελλάδος. «Ρε παιδιά, σκέφτομαι να κάνω ένα δικό μου στούντιο» εξομολογήθηκα κι αμέσως εκεί ήταν ένας μηχανικός κι ένας ηχολήπτης που μου είπαν «εμείς θα σ’ το φτιάξουμε». Μιλάμε για το 1992 περίπου.

Και σήμερα που έχουμε 2021 η αλήθεια είναι πως το «Polytropon» καλύπτει το κενό του «Αγροτικόν» του Παπάζογλου στη Θεσσαλονίκη.

Νομίζω πως τα κενά καλύπτονται με τα home studios του καθενός πια. Σκεφτείτε πως όταν έγραφα την «Πνοή του ανέμου» στο «Αγροτικόν» με τον Παπάζογλου, βαρούσα ταυτόχρονα κομπρεσέρ στο δικό μου στούντιο. Αποτέλεσμα, βάλε και το άγχος, ήταν να πάθω μια νευραλγία τριδύμου με τρομερά φρικτούς πόνους στο πρόσωπο. Λίγο μετά ήρθε και η ανάγκη της δημιουργίας μιας δισκογραφικής εταιρείας με πενιχρά μέσα στην αρχή. Δεν μπορώ να πω, κάναμε αρκετές παραγωγές, γιατί είχα και την πολύτιμη βοήθεια του συνθέτη Κώστα Αθυρίδη. Ο Κώστας ήταν συνέταιρος στο δισκογραφικό κομμάτι. Όταν αποχώρησε ο Κώστας, ο γιος μου που ανέλαβε, δεν την ήθελε τη δισκογραφική εταιρεία και κάναμε ομηρικές μάχες. Μικρός ήταν, δεν είχε αντίληψη. Τώρα, όμως, έχει αλλάξει γνώμη γιατί το οικονομικό feedback απ’ τη δισκογραφία είναι αέναο, συνεχές. Συν τοις άλλοις, στον κατάλογο μας έχουμε τις «Μέλισσες», «Τα ανείπωτα» με τον Ζερβουδάκη, κομμάτια που σκίζουν! Στην ουσία ποτέ δε σταμάτησε η εταιρεία να υφίσταται, απλά δεν σηκώνει πια να κάνουμε δικές μας παραγωγές. Επιχείρηση, πάντως, δεν γίναμε ποτέ. Ούτως ή άλλως, η εταιρεία και το στούντιο ήταν πάντα στο όνομα του παιδιού μου, του τα κληροδότησα όλα.

Πόσα παιδιά έχετε;

Δύο παιδιά έχω. Μουσικοί και οι δύο. Η μεγάλη κόρη μου είναι εξαιρετική τσελίστρια και ο γιος μου είναι κρουστός με μια πολύ εναλλακτική προσέγγιση. Έπαιζε για χρόνια και με τη Ματούλα Ζαμάνη. Ο Θάνος, ο γιος μου, είναι και πολύ καλός ηχολήπτης. Τον συμβουλεύομαι σε επίπεδο ατμόσφαιρας.

Πάμε σε μια λίγο σκληρή πραγματικότητα: Μιλήσαμε για τους πρόσφατους δίσκους σας με τον Νταλάρα και με τον Λέκκα. Γιατί οι δίσκοι αυτοί δεν ακούγονται σαν να μην τους δίνεται καμία ευκαιρία;

Πρώτα απ’ όλα αναζητήστε την αιτία στα μέσα, μέσω των οποίων τα τραγούδια φτάνουν στα αυτιά του ακροατή. Παλιά υπήρχαν οι εταιρείες, που πέραν του κέρδους, είχαν και μία καλλιτεχνική προσέγγιση στα πράγματα. Τα μέσα πλέον ενδιαφέρονται μόνο για το εισπρακτικό κομμάτι. Οι «Μέλισσες», όμως, ειδικά με το σήριαλ, φανέρωσαν τη δυναμική του λεγόμενου έντεχνου λαϊκού τραγουδιού.

Δεν έχετε άδικο. Οι «Μέλισσες» ήταν μια τονωτική ένεση στο κουρασμένο έντεχνο και με το σήριαλ έγιναν αφορμή για να γραφτούν κι άλλα παρόμοιου ύφους τραγούδια με καθιερωμένους ερμηνευτές.

Τα γνωρίζω, ναι. Τώρα έγραψαν ο Μάτσας με τη Φωτάκη και τον Μάλαμα για ένα ακόμη σήριαλ. Άρα τι σημαίνουν όλα αυτά; Καταρρίπτεται η λογική των μέσων που θέλουν να πλασάρουν «ποπάκια» και επιδερμικά τραγούδια, γιατί υποτίθεται ο κόσμος αυτά θέλει. Να, όμως, τι θέλει ο κόσμος! Αν θέλετε ξανακούστε ολόκληρο το δίσκο με τις «Μέλισσες». Έχει μέσα σπουδαία τραγούδια. Κι αν δε μιλάω ποτέ για τα τραγούδια μου, υπάρχει κι ένα παράπονο. Αν δεν το πω εγώ, ποιος θα το πει; Δεν εννοώ τραγούδια για να γίνουν επιτυχίες, αλλά με μια αισθητική που σπανίζει. Στο δίσκο με τον Νταλάρα, αυτός που’ναι τόσο έμπειρος τραγουδιστής και μουσικός, δεν άλλαξε ούτε μισή νότα στις ενορχηστρώσεις μου.

Να πούμε και ότι τελειώσατε μόλις ακόμη έναν ολόκληρο δίσκο με ερμηνευτή τον Παντελή Θαλασσινό.

Βεβαίως. Μόλις τον παρέδωσα και θα βγει απ’ το ogdoo. Οι στίχοι είναι όλοι του Κώστα Φασουλά. Ο Παντελής είναι σπουδαίος τραγουδοποιός, αλλά έχει την ικανότητα να διακρίνει και τη δεύτερη φύση του, αυτή του τραγουδιστή. Όπως είπε, «θα κάνουμε άλλον ένα δίσκο με δικά μου τραγούδια που θα τα τραγουδήσει ο Γιώργος» (γέλια)

Αλήθεια, έχετε τραγουδήσει σε δίσκους σας;

Έχω δύο δισκογραφημένα τραγούδια με τη φωνή μου, τα οποία δεν είναι άξια λόγου.

Αν υποτεθεί πως ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης και όλοι οι μεγάλοι, έδρασαν σ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο εποχής, τι γίνεται με τη σημερινή άσχημη κατά ομολογία δική μας εποχή;

Τα ισχυρά ερεθίσματα μπορούν να γεννήσουν ισχυρές δημιουργίες, μεγάλα τραγούδια. Οι μεγάλοι είχαν μέσα στα βιώματα τους τα δεινά που πέρασε ο τόπος μας. Αυτά τα βιώματα εξέφρασαν. Η δική μου γενιά έζησε τα απώνερα της όλης ιστορίας, ακόμη κι εμείς που ζούσαμε σ’ ένα περιβάλλον, στην Καλαμαριά, κι αν έβρεχε, κόλλαγαν οι μπότες μας στη λάσπη. Έξω χιόνιζε, εμείς χαιρόμασταν σαν παιδιά κι η μάνα μου μας έλεγε: «Ο μπαμπάς δε θα μπορεί να πάει για δουλειά και δεν θα’χουμε να φάμε, άρα μη χαίρεστε». Τα λέω σήμερα στον γιο μου και την κόρη μου και με κοιτάνε περίεργα. Ε, λοιπόν, όλα αυτά εκφράζω εγώ μέσα απ’ τη μουσική μου. Γι’ αυτό πιστεύω ότι οι νέες γενιές ναι μεν είναι πιο προχωρημένες τεχνικά και τεχνολογικά, αλλά δείχνουν να στερούνται μοτιβικά. Θεωρώ ότι η κάθε εποχή επηρεάζει το υλικό της έμπνευσης του δημιουργού. Αν ο δημιουργός είναι ευαίσθητος και με τεντωμένες κεραίες, θα βρει δεινά να εκφράσει. Ο Καζαντζίδης τι έλεγε; Τον πόνο του εξέφραζε.

Απ’ την άλλη, ο σύγχρονος άνθρωπος βουλιάζει σε μοναξιά και κατάθλιψη, τα σύγχρονα δεινά θα λέγαμε.

Ακριβώς. Κι αυτά μπορούν να γεννήσουν τέχνη, αλλά θέλουν πολύ βαθύτερο ψάξιμο. Τότε απλά πεινούσες, δε χρειαζόταν να ψαχτείς ιδιαιτέρως. Σήμερα πρέπει να εμβαθύνεις στον πόνο του άλλου.

Ο άνθρωπος όμως είναι εκ φύσεως φυγόπονος.

Κι αυτό ισχύει, μόνο που και η σημερινή κοινωνία σε κάνει φύσει και θέσει πιο οκνηρό.

Το ταλέντο είναι κάτι αυτόφωτο ή οφείλεις να το καλλιεργείς;

Και τα δύο. Σίγουρα πρέπει να υπάρχει ένα υπόβαθρο, πρέπει όμως και να ασκηθεί, να καλλιεργηθεί. Το ταλέντο δεν είναι μόνο η ικανότητα και η ανάγκη. Πρέπει να’ναι βαθιά ριζωμένο μέσα σου για να σου συντηρεί την ανάγκη να το εξελίσσεις ανά πάσα στιγμή.

Έχετε αφήσει μακριά μαλλιά. Σας προσφέρουν κάτι σε ψυχολογικό επίπεδο;

Νιώθω καλά με τα μακριά μαλλιά. Οι άνθρωποι, γύρω μου, με προτιμούν έτσι. Βέβαια, είχα και παλιά μακριά μαλλιά, όχι τότε με τα συγκροτήματα, γιατί δεν μας άφηναν μες τη χούντα.

Ήρθατε στη συνάντηση μας με ποδήλατο.

Εδώ και 15 χρόνια έρχομαι από την Καλαμαριά μέχρι το λιμάνι και την πόλη μέσα. Κάνω ακριβώς 22 λεπτά. Μ’ αρέσει το ποδήλατο, αν και δε μπορώ να πω ότι είμαι τέρας φυσικής κατάστασης. Εντάξει, διατηρώ κάποια κιλά καλά και σήμερα στα 66 μου μπορώ να πω ότι δε νιώθω καμία διαφορά απ’ την εφηβεία μου, πέρα από κάτι λίγα μυοσκελετικά.

Σε μια δεκαετία, θα είστε 76 ετών, όχι πολύ μεγάλος, αλλά ηλικιωμένος σίγουρα. Τι πιστεύετε θα’χει αλλάξει ως προς το χάρισμα σας, το ταλέντο σας;

Δύσκολη ερώτηση…Αν παραμείνω το ίδιο ευαίσθητος, όλα τα άλλα έπονται.

Ποιος φόβος σας κάνει να λέτε «αν»;

Πιστεύω ότι όλη μου η ζωή ήτανε μια μάχη με τοξικά πράγματα που με περιβάλλουν. Ένα απ’ αυτά, σημαντικό, είναι η ματαιοδοξία μου. Παλεύω με τη ματαιοδοξία μου και αν κερδίσει, η τοξικότητα που εκπέμπει, θα αλλοιώσει και την ευαισθησία μου.

Παράδοξο πως ενώ μιλήσαμε για φτώχειες, δεινά κλπ, στο τέλος της συνέντευξης μας μιλάτε για ματαιοδοξία.

Η ματαιοδοξία υπάρχει σε κάθε άνθρωπο, όχι μόνο στους καλλιτέχνες. Εμένα μ’ ακολουθεί όσο κι αν φαίνομαι μετριόφρων ή μετριοπαθής. Ο νάρκισσος εαυτός καιροφυλακτεί, στην έχει στημένη. Αν πω εγώ «Ποιος είμαι και τι έχω γράψει ο Θεός», εκείνη τη στιγμή υπογράφω και τον καλλιτεχνικό μου θάνατο. Ο δημιουργός πρέπει να νιώθει τον τρόμο της γύμνιας του μπροστά στο χάος της δημιουργίας. Να του λέει το ταλέντο του: «Ποιος είσαι, ρε παπάρα; Τίποτα δεν είσαι! Για ξαναγύρνα απ’ την αρχή»! Αυτό είναι και το ταλέντο στην τελική!

Και υγεία είναι.

Είναι, αλλά θα ελλοχεύει και ο κίνδυνος να μη μπορέσεις να γράψεις ούτε μισή νότα αν δεν δεις έτσι τον εαυτό σου με διάθεση αυτοκριτικής την κάθε στιγμή, όχι σε βάθος χρόνου. Εκεί σταματάς…Έχουν συμβεί αυτά…

Νιώθετε ευτυχής απ’ τη μέχρι τώρα ζωή σας;

Ναι, νιώθω! Σε πολλά πράγματα τυχερός. Και σε προσωπικό επίπεδο, γιατί είχα περάσει πολλά, αλλά τώρα νιώθω μια πληρότητα στον τομέα αυτό. Και καλλιτεχνικά, όμως, έτσι νιώθω, γιατί βλέπω ότι έχω τη χαρά μιας δικής μου πορείας. Δόξα τω θεώ, έχω υγεία. Ανακαλύπτω παράγοντες της καθημερινότητας, που συχνά τους ξεχνάμε. Έχω δύο υπέροχα παιδιά, έχω δύο υπέροχα εγγόνια.

Τελευταία ερώτηση: Πως σας φάνηκε που η μαραθώνια αυτή συνέντευξη έγινε στην οικία της Βούλας Σαββίδη, παρουσία της κιόλας;

Όλη αυτή η αύρα που διαπέρασε τη συνέντευξη μας, εκπορεύθηκε απ’ τη Βούλα, αυτό το μοναδικό πλάσμα! (στο σημείο αυτό, παρεμβαίνει η Βούλα Σαββίδη και εξιστορεί τη βραδιά της πρώτης γνωριμίας της με τον Γιώργο Καζαντζή. Τους ευχαριστώ θερμά και τους δύο και το κινητό μου σταματά να καταγράφει)

Share:

Leave a Reply

©All rights reserved